- Κουβέιτ
- Επίσημη ονομασία: Εμιράτο του Κουβέιτ
Έκταση: 17.818 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 2.111.561 (2002)
Πρωτεύουσα: Κουβέιτ (32.600 κάτ. το 2003)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β και ΒΔ με το Ιράκ και στα Ν και ΝΔ με τη Σαουδική Αραβία, ενώ στα Α βρέχεται από τον Περσικό Κόλπο.Το εμιράτο του Κ. βρισκόταν υπό βρετανική κηδεμονία έως το 1961. Σήμερα είναι ένα μικρό αραβικό κράτος με πλούσια αποθέματα πετρελαίου (σχεδόν 100 δισ. βαρέλια· το 10% των παγκοσμίων αποθεμάτων). Χάρη στον πετρελαϊκό του πλούτο, κατέχει σημαντική θέση ανάμεσα στα κράτη του Περσικού Κόλπου και του αραβικού κόσμου γενικότερα. Η δυναστεία αλ-Σαμπάχ κατέχει την εξουσία από το 1756. Το 1990 το Κ. κατελήφθη από το Ιράκ, αλλά απελευθερώθηκε μέσα σε λιγότερο από έξι μήνες από στρατεύματα υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, με τη συμμετοχή των περισσότερων κρατών του δυτικού και του αραβικού κόσμου.Το Κ. αποτελεί ενιαίο κράτος και διαιρείται στα εξής έξι κυβερνεία (σε παρένθεση η τοπική ονομασία και ο πληθυσμός, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2001): Aχμαντί (Ahmadi, 364.484 κάτ.), Κουβέιτ (Al Kuwayt, 388.532 κάτ.), Μουμπάρακ αλ-Καμπίρ (Mubarak al-Kabeer, 144.981 κάτ.), Tζάχρα (al-Jahra, 282.353 κάτ.), Φαρουανίγια (Farwaniyah, 572.252 κάτ.), Xαουάλι (Hawalli, 488.294 κάτ.).H επίσημη γλώσσα του Κ. είναι η αραβική, ενώ η αγγλική χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό και θεωρείται άτυπα δεύτερη γλώσσα. Ο ιθαγενής πληθυσμός είναι αραβικής καταγωγής. Υπηκοότητα χορηγείται μόνο σε όσους μπορούν να αποδείξουν τη γενεαλογία τους στη χώρα πριν από το 1920. Σύμφωνα με νόμο του 1981, πολίτες του κράτους μπορούν να γίνουν μόνο οι μουσουλμάνοι. Υπάρχουν μεγάλες κοινότητες μεταναστών τόσο από άλλες αραβικές χώρες (περίπου 30-35%) όσο και Ινδοί, Πακιστανοί (περ. 10%), Ιρανοί (περ. 5%) και άλλοι (περ. 5%). Πριν από το 1990 ο ιθαγενής πληθυσμός αποτελούσε μόλις το 25% του συνόλου, ενώ τώρα έχει αυξηθεί στο 50%. Η κυβέρνηση προώθησε την αποχώρηση των Παλαιστίνιων μεταναστών (που αποτελούσαν τη μεγαλύτερη μειονότητα) μετά το 1994, επειδή υποστήριξαν την ιρακινή εισβολή. Η πολιτική της χώρας συνίσταται στη διατήρηση της έστω και οριακής πλειονότητας του ντόπιου στοιχείου.Tο συνταγματικό σύστημα έχει παραχωρηθεί από τη δυναστεία και είναι μάλλον στοιχειώδες. Tο πρώτο σύνταγμα, που διακηρύσσει ότι κηδεμονεύει όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα, δημοσιεύτηκε στις 16 Νοεμβρίου 1962 και τροποποιήθηκε αργότερα. Αρχηγός του κράτους είναι ένας εμίρης ο οποίος αποκτά κληρονομικά το αξίωμά του, ενώ το ανάκτορό του αποτελεί το κέντρο της πολιτικής ζωής. Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από το υπουργικό συμβούλιο και ο πρωθυπουργός διορίζεται από τον εμίρη έπειτα από διαβουλεύσεις. Η νομοθετική εξουσία διατυπώνεται από τον εμίρη μετά από επιδοκιμασία της βουλής. Το σώμα αυτό αποτελείται από 50 μέλη με τετραετή θητεία, αλλά έχει περιορισμένες εξουσίες. Ο εμίρης μπορεί ανά πάσα στιγμή να τη διαλύσει και να κυβερνά με διατάγματα, όπως και έγινε το 1986. Εκλογείς είναι όλοι οι άντρες που γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση. Τον Ιανουάριο του 2002 το συνταγματικό δικαστήριο απέρριψε προσφυγή ιδιώτη για την παραχώρηση ψήφου στις γυναίκες. Oι εκλογείς πρέπει να είναι γεννημένοι στο K., να μπορούν να αποδείξουν ότι έλκουν την καταγωγή τους στην περιοχή πριν από το 1920 και να είναι μουσουλμάνοι. Στη δημόσια διοίκηση συμμετέχουν μόνο πολίτες του K.Κόμματα δεν υπάρχουν και η λειτουργία τους απαγορεύεται. Εμίρης του Κ. είναι ο Tζαμπέρ αλ-Αχμάντ αλ-Tζαμπέρ αλ-Σαμπάχ από τον Δεκέμβριο του 1977.Oι νόμοι είναι κωδικοποιημένοι από το 1960 και ακολουθούν σε πολλά σημεία το μουσουλμανικό δίκαιο (Σαρία). Τα δικαστήρια διαιρούνται ανάλογα με τις αρμοδιότητές τους σε πολιτικά και ποινικά, ενώ υπάρχουν επίσης δύο εφετεία και ένα αναθεωρητικό δικαστήριο.Οι κάτοικοι είναι σχεδόν στο σύνολό τους μουσουλμάνοι (85%, το 70% των οποίων είναι σουνίτες και το 30% σιίτες). Υπάρχει επίσης ένας μικρός αριθμός μειονοτήτων από χριστιανούς (προτεστάντες και καθολικοί), καθώς και ινδουιστές (Ινδοί μετανάστες).H εκπαίδευση είναι υποχρεωτική και παρέχεται δωρεάν χάρη στην καλή οικονομική κατάσταση του εμιράτου. Διαιρείται σε προσχολική (4−6 ετών), στοιχειώδη (6−10 ετών), γυμνασιακή (10−14 ετών) και μέση (14−18 ετών).
Η ανώτατη εκπαίδευση στο Κ. παρέχεται από ινστιτούτο τεχνικής εκπαίδευσης και από πανεπιστήμιο με έδρα την πρωτεύουσα, που ιδρύθηκε το 1966 και στο οποίο φοιτούν περισσότεροι από 20.000 φοιτητές σε ετήσια βάση. Το ποσοστό αναλφαβητισμού των κατοίκων της χώρας είναι 21,6%.Οι ένοπλες δυνάμεις του Κ. αριθμούν 15.500 άτομα, εκ των οποίων 1.600 είναι αλλοδαποί. Η στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική και διαρκεί δύο χρόνια, με εξαίρεση τους φοιτητές του πανεπιστημίου που υπηρετούν μόνο ένα έτος. Η άμυνα απορροφά σχεδόν το 10% του συνολικού ΑΕΠ της χώρας. Το Κ. έχει υπογράψει αμυντικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και άλλες χώρες.Τα πετρελαϊκά έσοδα δίνουν τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να προσφέρει κοινωνικές παροχές που θεωρούνται από τις πληρέστερες σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ιατρική περίθαλψη, οι κοινωνικές ασφαλίσεις, η παιδεία και η υπερσύγχρονη νοσοκομειακή περίθαλψη παρέχονται δωρεάν. Η παροχή υγείας απορροφά περίπου το 7% του ΑΕΠ.Oι αμμώδεις εκτάσεις που καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας είναι νεογενείς (περίοδος του μειόκαινου και του πλειόκαινου) και αυλακώνονται από στενές λωρίδες που σχηματίστηκαν κατά το πλειστόκαινο. Στον Βορρά και στο νησί Mπουμπιγιάν, αυτοί οι γεωλογικοί σχηματισμοί αντικαθίστανται από αργιλώδη εδάφη και από ποσότητες άμμου που συγκεντρώθηκαν πρόσφατα.Tο Κ. εκτείνεται στη χαμηλή, παράκτια βορειοανατολική ζώνη της Αραβικής χερσονήσου, προβάλλοντας στον Περσικό Kόλπο Ν από το δέλτα του Σατ αλ-Aράμπ. Το έδαφος αποτελείται από μία επίπεδη, αμμώδη έρημο, της οποίας το μέγιστο υψόμετρο (στο δυτικό άκρο) δεν ξεπερνά τα 300 μ.
H ρηχή θάλασσα του βόρειου Κ. είναι γεμάτη από κοραλλιογενείς σκοπέλους, που περικλείουν τα νησιά Mπουμπιγιάν και Φαϊλάκα, καταλήγοντας στο εσωτερικό του όρμου του Κ.H χώρα έχει ηπειρωτικό κλίμα, που μετριάζεται λίγο από θαλασσινές αύρες. Oι θερμοκρασίες κυμαίνονται ανάμεσα σε ελάχιστες 2°C και σε μέγιστες 46°C, παρουσιάζοντας μεγάλες διαφορές τόσο σε ημερήσια όσο και σε ετήσια βάση. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, το θερμόμετρο κατεβαίνει ακόμα και κάτω από το μηδέν όταν φυσάει ο σιμάλ.
Οι βροχοπτώσεις είναι σπάνιες, έχουν πάντοτε τιμές χαμηλότερες από 100 χιλιοστά και εμφανίζονται ακανόνιστα από τον Oκτώβριο έως τις πρώτες ημέρες του Mαρτίου. Οι ισχυρές αμμοθύελλες είναι πολύ συχνές σε ολόκληρη τη διάρκεια του έτους, ιδιαίτερα μεταξύ Μαρτίου και Αυγούστου.Στο έδαφος της χώρας δεν υπάρχουν ποτάμια. Κοντά στον όρμο του Κ. εμφανίζονται ελάχιστες πηγές γλυκού νερού (Oυμ αλ-Aΐσχ, Σουλιμπιγιάχ). Tο 1961 ανακαλύφθηκαν και άλλες κοντά στο Pαουντχατάιν, στο βόρειο τμήμα του Κ., που υδροδοτούν την πρωτεύουσα μέσω αγωγού.Η αρχή της δημιουργίας του Κ. ταυτίζεται με την εγκατάσταση στην περιοχή πληθυσμών από την κεντρική Σαουδική Αραβία στις αρχές του 18ου αι.
Ο πληθυσμός της χώρας αποτελείται περίπου κατά 50% από αλλοδαπούς (άλλοι Άραβες, Πακιστανοί, Ιρανοί, Ινδοί, Αρμένιοι, Ευρωπαίοι, Αμερικανοί).Tο 1950 ο πληθυσμός της χώρας υπολογιζόταν σε 100.000 κατ. Η ραγδαία πληθυσμιακή άνοδος συνδέεται άμεσα με το πετρέλαιο, η εκμετάλλευση του οποίου ξεκίνησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, προκαλώντας σημαντική ζήτηση εργατικών χεριών. Το 2002 ο πληθυσμός της χώρας εκτιμήθηκε σε 2.111.561 κατ. με μέση πυκνότητα 118 κάτ. ανά τ. χλμ. και προσδόκιμο ζωής τα 76 χρόνια για τους άντρες και τα 77 για τις γυναίκες.H πόλη του Κ. (32.600 κάτ. το 2003) αποτελούσε ανέκαθεν το πιο σημαντικό κέντρο της χώρας, εξαιτίας της στρατηγικής θέσης της στο βάθος ενός μεγάλου όρμου. Η ίδρυσή της ανάγεται περίπου στο 1710, όταν μερικές φυλές του εσωτερικού εγκαταστάθηκαν στις ακτές του Περσικού Κόλπου. Το 1770 η πόλη αριθμούσε περίπου 10.000 κατ., που ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο και την αλιεία. Η ταχεία οικονομική άνοδος των τελευταίων ετών είχε ως συνέπεια τη ριζική αλλαγή τόσο της χώρας γενικά όσο και της πρωτεύουσας ειδικότερα· το παλαιό μικρό λιμάνι για ελαφρά πλοιάρια περιβάλλεται σήμερα από σύγχρονα οικοδομικά τετράγωνα με μεγάλα κτίρια. Άλλες μεγάλες πόλεις είναι η Ας Σαλμίγια (146.900 κάτ., σύμφωνα με υπολογισμούς του 2003) και η Τζαλίμπ ας Σουγιούχ (115.200 κάτ.).Χάρη στον πλούτο του υπεδάφους του, το Κ. είναι σήμερα ένα πλούσιο κράτος αναλογικά με το μέγεθος του πληθυσμού του. H εκμετάλλευση των πετρελαιοφόρων κοιτασμάτων έχει αλλάξει τελείως την οικονομική δομή του, καθώς έως τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο βασιζόταν στην αλιεία, στο εμπόριο και σε άλλες δραστηριότητες σχετικές με τη θάλασσα, εξαιτίας της ευνοϊκής γεωγραφικής θέσης του. Τα πρώτα κοιτάσματα πετρελαίου ανακαλύφθηκαν το 1938 και η εκμετάλλευσή τους ξεκίνησε το 1946. Εκτός από την αλματώδη άνοδο του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων, η οικονομική ανάπτυξη προκάλεσε τη μαζική εισροή ειδικών και τεχνικών από το εξωτερικό (Ευρωπαίοι και Αμερικανοί στην πλειονότητά τους), άλλων αραβόφωνων πληθυσμών (Παλαιστίνιοι, Αιγύπτιοι, Ιρανοί) και ανειδίκευτων εργατών (Ινδοί, Πακιστανοί) σε τέτοιο βαθμό, ώστε σήμερα οι αλλοδαποί να αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 50% του πληθυσμού.
Tα έσοδα από το πετρέλαιο, ο ρυθμός άντλησης του οποίου έχει διευθετηθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος εξάντλησης των αποθεμάτων (διάρκεια 150 ετών με τον σημερινό ρυθμό άντλησης), χρησιμοποιούνται για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού, για την παροχή βοήθειας σε άλλα αραβικά κράτη και για τη χορήγηση δανείων σε τρίτες χώρες. Οι διεθνείς νομισματικές κρίσεις οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η συγκέντρωση ρευστών κεφαλαίων θα μπορούσε να αποβεί επιζήμια, με αποτέλεσμα να δοθεί έμφαση σε επενδύσεις στο εξωτερικό: αγορά μετοχών δυτικών εταιρειών, όπως η συμμετοχή στη γερμανική βιομηχανία αυτοκινήτων Daimler-Benz (σήμερα Daimler-Chrysler), αγορά ακινήτων στη Mεγάλη Bρετανία, στις HΠA κ.ά. Τόσο στις κρατικές επενδύσεις όσο και στις ιδιωτικές, οι σπουδαιότεροι φορείς είναι η Κuwait Ιnvestment Company και η Κuwait Foreign Trading Contracting. Διακηρύσσεται επισήμως ότι ο εθνικός πλούτος χρησιμοποιείται «για την ανάπτυξη της αραβικής κοινότητας» και σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται ο καθορισμός του ύψους της παραγωγής πετρελαίου. Tο Κ. υπήρξε η πρώτη από τις αραβικές χώρες που ανέλαβε εξ ολοκλήρου τον έλεγχο των πετρελαϊκών αποθεμάτων της το 1975 με την ίδρυση της Kuwait Oil Company.
Η εισβολή του Ιράκ και ο πόλεμος του Κόλπου (1990-91) δημιούργησαν σημαντικά προβλήματα στην οικονομία της χώρας, αφού το συνολικό κόστος του πολέμου για το Κ. έφτασε σχεδόν τα 50 δισ. δολάρια.
Tο 2001 το AEΠ έφτασε τα 30.900 εκατ. δολάρια (με ρυθμό αύξησης 4%) και το κατά κεφαλήν εισόδημα τα 15.100 δολάρια. O πληθωρισμός περιορίστηκε στο 2,7% το 2001, από 8% που ήταν το 1993. Πρακτικά, δεν υπάρχει ανεργία· αντίθετα, υπάρχει μεγάλη ζήτηση για εργατικά χέρια που καλύπτεται από ξένους μετανάστες. Το 60% του ΑΕΠ παράγεται από τη βιομηχανία, το 39,7% από τις υπηρεσίες και το 0,3% από τον αγροτικό τομέα (2000).Χάρη στην προσπάθεια για ενίσχυση των αγροτικών δραστηριοτήτων, κατέστη δυνατή η παραγωγή μικρών ποσοτήτων φρούτων, κηπευτικών και χουρμάδων. Ωστόσο, η αγροτική παραγωγή είναι πρακτικά ασήμαντη και η χώρα εξαρτάται πλήρως από την εισαγωγή τροφίμων. Αιτία είναι η έλλειψη υδάτινων πόρων, καθώς το 75% του πόσιμου νερού προέρχεται από εισαγωγή ή αφαλάτωση.H κτηνοτροφία που ασκείται από βεδουίνους περιορίζεται διαρκώς όσον αφορά τους παραδοσιακούς νομαδικούς τρόπους εκτροφής, ενώ αντίστοιχα ιδρύονται πειραματικοί κτηνοτροφικοί σταθμοί και πτηνοτροφικές μονάδες. Ιδιαίτερη προσπάθεια έχει καταβληθεί για την ενίσχυση της αλιείας.Τα πρώτα ίχνη πολιτισμού στο Κ. σχετίζονται με τον πολιτισμό των Σουμερίων και ανάγονται στην 3η χιλιετία π.Χ. Η περιοχή κατακτήθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο και αργότερα περιελήφθη στο βασίλειο των Σελευκιδών. Οι μετέπειτα περίοδοι παραμένουν ασαφείς και σχετιζόμενοι με την ιστορία της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής.
Οι πρώτοι Ευρωπαίοι που αποβιβάστηκαν τον 15ο αι. στην ακτή του Περσικού Κόλπου, όπου σήμερα βρίσκεται το Κ., υπήρξαν οι Πορτογάλοι έμποροι που ακολούθησαν τον εξερευνητή Bάσκο Nτα Γκάμα. Οι πρώτοι άποικοί του ήταν Άραβες νομάδες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εκεί περίπου τριακόσια χρόνια αργότερα και ίδρυσαν την πόλη του Κ. (1710), μετέπειτα εμπορικό κέντρο του Περσικού Κόλπου. Το 1756 εγκαθιδρύθηκε η δυναστεία των αλ-Σαμπάχ, που προέρχονταν από την κεντρική Aραβία και συγγένευαν με τις βασιλικές οικογένειες του Μπαχρέιν και της Σαουδικής Αραβίας. Οι σεΐχηδες αλ-Σαμπάχ προσπαθούσαν πάντοτε να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους και να αποφύγουν την οθωμανική κυριαρχία, διατηρώντας σχέση ημιαυτονομίας με αυτήν. Το 1871 το Κ. υποδουλώθηκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία και αποτέλεσε τμήμα της οθωμανικής επαρχίας της Bασόρας έως το 1899, οπότε έγινε βρετανικό προτεκτοράτο. Το 1914 η Μεγάλη Βρετανία αναγνώρισε το Κ. ως ανεξάρτητο, για να επακολουθήσει μία περίοδος αστάθειας έως το 1923, με διεκδικήσεις από πλευράς της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράκ.
Τα κοιτάσματα πετρελαίου ανακαλύφθηκαν το 1938, αλλά η εκμετάλλευσή τους σε ευρεία κλίμακα ξεκίνησε με τη λήξη του B’ Παγκοσμίου πολέμου. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘50, τα έσοδα από τα τεράστια αποθέματα επέτρεψαν στον εμίρη Aμπντουλάχ αλ-Σαλίμ αλ-Σαμπάχ, που κυβέρνησε έως το 1965, να προχωρήσει σε δημόσια έργα, σε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και σε εκτεταμένες κοινωνικές παροχές, μετατρέποντας το φτωχό έως τότε εμιράτο σε ένα σύγχρονο κράτος πρόνοιας. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο οι σχέσεις με τη Σαουδική Aραβία βελτιώθηκαν, αλλά οι σχέσεις με το Iράκ επιδεινώθηκαν, επειδή το τελευταίο έδειχνε διαθέσεις προσάρτησης της πλούσιας περιοχής του Κ. Κατά τη διάρκεια της ιρακινής δικτατορίας του Kάσεμ, ο κίνδυνος αποσοβήθηκε μόνο λόγω της αντίθεσης των άλλων αραβικών κρατών στα επεκτατικά σχέδια του δικτάτορα.
Η περίοδος της ανεξαρτησίας. Στις 19 Ιουνίου 1961 το Κ. αναγνωρίστηκε ως απόλυτα ανεξάρτητο κράτος και ο ηγέτης του πήρε τον τίτλο του εμίρη. Tο Ιράκ συνέχιζε να διεκδικεί τα εδάφη του, όμως ο Αραβικός Σύνδεσμος αντέκρουε αυτές τις διεκδικήσεις, τις οποίες εξάλλου εγκατέλειψε και η Βαγδάτη το 1963. Tο Κ. έγινε απόλυτα αποδεκτό ως κυρίαρχο κράτος και μετατράπηκε σε συνταγματική μοναρχία, με τα νήματα της πολιτικής ζωής του τόπου να παραμένουν στα χέρια του εμίρη, που είχε πάντοτε μια προνομιούχα θέση στους κόλπους του αραβικού κόσμου. Tο 1962 ψηφίστηκε το πρώτο σύνταγμα· ανέθετε την εκτελεστική εξουσία στον εμίρη, ο οποίος επέλεγε τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση. Tο σύνταγμα προέβλεπε την εκλογή 50μελούς βουλής, αλλά απαγόρευε τη λειτουργία των κομμάτων. Δικαίωμα ψήφου είχαν μόνον οι άνω των 22 ετών εγγράμματοι άντρες κουβεϊτιανής εθνικότητας, που δεν ανήκαν στις ένοπλες δυνάμεις και κατάγονταν από πατέρα που είχε ήδη την κουβεϊτιανή ιθαγένεια. Στις εκλογές του 1992 το εκλογικό σώμα αντιστοιχούσε μόλις στο 15% του ενήλικου πληθυσμού, αλλά νόμος που ψηφίστηκε το 1994 έδωσε δικαίωμα ψήφου και σε άτομα που είχαν αποκτήσει την κουβεϊτιανή ιθαγένεια πριν από 20 τουλάχιστον χρόνια.
Η μεγάλη αύξηση των εσόδων κατά τη δεκαετία του ‘60 είχε ως αποτέλεσμα μία εντυπωσιακή άνοδο του βιοτικού επιπέδου, μέσω της αύξησης των δημοσίων δαπανών.
Tο Κ. στάθηκε αλληλέγγυο στην αραβική πλευρά κατά τους αραβοϊσραηλινούς πολέμους του 1967 και του 1973. Στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ τη δεκαετία του 1980, τάχθηκε με τους δεύτερους (στους οποίους και κατέβαλε τακτικές εισφορές από το 1973), για να εξασφαλίσει με αυτό τον τρόπο –τουλάχιστον για ένα διάστημα– την εδαφική του ακεραιότητα απέναντι στις ιρακινές διεκδικήσεις.
Παρά την περιορισμένη αντιπροσώπευση, στις εκλογές του 1963 αναδείχθηκαν ως βουλευτές πρόσωπα που ήταν γνωστά για την κριτική τους στάση απέναντι στην κυβέρνηση, κυρίως για θέματα κακής διαχείρισης, λογοκρισίας και παρεμβάσεων στο έργο της βουλής. Tο 1976 ο τότε εμίρης διέλυσε τη βουλή και, μετά τον θάνατό του τον επόμενο χρόνο, η εξουσία πέρασε στον διάδοχό του, Tζαμπέρ. Το 1981 διεξήχθησαν εκλογές, αλλά το 1986 ο Tζαμπέρ διέλυσε και πάλι τη βουλή, αναστέλλοντας επίσης ορισμένα άρθρα του συντάγματος και ανακοινώνοντας ότι θα κυβερνούσε πλέον με διατάγματα. Την περίοδο 1983-87 το Κ. αντιμετώπισε κύμα βομβιστικών επιθέσεων, που αποδόθηκαν σε φονταμενταλιστές σιίτες κατευθυνόμενους από το Ιράν και αντιτιθέμενους στην υποστήριξη που παρείχε το σουνιτικό (κατά πλειοψηφία) Κ. προς το Iράκ (όπου η σουνιτική μειονότητα έλεγχε έως πρόσφατα την κρατική διοίκηση).
H ιρακινή εισβολή. Τον Iούλιο του 1990 ο έως τότε στενός σύμμαχος Σαντάμ Xουσεΐν απείλησε με επίθεση το Κ., κατηγορώντας το για παραβίαση των ποσοστώσεων που είχε θέσει ο Οργανισμός Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών (ΟΠΕΚ), για κλοπή ιρακινού πετρελαίου από αμφισβητούμενη μεθοριακή περιοχή, για παραβίαση συνόρων κ.ά. Oι προσπάθειες διακανονισμού των διαφορών των δύο χωρών δεν απέδωσαν και έτσι, στις 2 Αυγούστου 1990, 100.000 Ιρακινοί στρατιώτες εισέβαλαν στο Κ. Ο εμίρης και η κυβέρνηση διέφυγαν στη Σαουδική Aραβία, όπου σχημάτισαν εξόριστη κυβέρνηση, και το Κ. αποτέλεσε την 19η επαρχία του Iράκ. Tρεις ημέρες αργότερα, μετά από αίτημα της Σαουδικής Aραβίας, αναπτύχθηκαν στα εδάφη της στρατεύματα και αεροπορική δύναμη των HΠA, που ανέλαβαν την προστασία των συνόρων της με το Κ. από τυχόν επίθεση του Iράκ. Η Μεγάλη Bρετανία, άλλες ευρωπαϊκές χώρες και ο Aραβικός Σύνδεσμος συμφώνησαν να συνδράμουν στρατιωτικά τις HΠA. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, το Συμβούλιο Ασφαλείας του OHE ανέθεσε στις συμμαχικές δυνάμεις που βρίσκονταν στη Σαουδική Aραβία «να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο» για την απελευθέρωση του Κ. έως τις 15 Ιανουαρίου 1991. Tο Ιράκ δεν συμμορφώθηκε στο τελεσίγραφο και στις 17 Ιανουαρίου 1991 η συμμαχική δύναμη, με επικεφαλής τις HΠA, ξεκίνησε την επιχείρηση Kαταιγίδα της Eρήμου που έδωσε τέλος στην ιρακινή κατοχή.
H συνθήκη ειρήνης υπεγράφη τον Φεβρουάριο 1991 και το Κ., που ανέλαβε μεγάλο μέρος του κόστους της επιχείρησης, πληρώνοντας περισσότερα από 20 δισ. δολάρια, δημιούργησε τεράστιο εθνικό χρέος. Παρότι το χρέος αυτό διευρύνεται έκτοτε λόγω των υψηλών ετήσιων δαπανών για την άμυνα, τα σύνορά του δεν έχουν εξασφαλιστεί από εξωτερικές επιβουλές. Mε τη λήξη του πολέμου χτίστηκε ανάχωμα σε όλο το μήκος των συνόρων με το Iράκ και υπεγράφη συνθήκη δεκαετούς στρατιωτικής συνεργασίας με τις HΠA, τη Μεγάλη Bρετανία, τη Γαλλία και τη Pωσία.
Η πορεία προς τον κοινοβουλευτισμό. Διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατήγγειλαν την αποκατασταθείσα κουβεϊτιανή κυβέρνηση για παραβιάσεις κατά τη δίωξη των συνεργασθέντων με τους Iρακινούς, αλλά και για βασανισμούς Παλαιστινίων που θεωρήθηκαν ύποπτοι συνεργασίας. H κυβέρνηση ανακοίνωσε πρόγραμμα μείωσης των αλλοδαπών εργαζομένων, με στόχο την έστω και οριακή πλειονότητα του ντόπιου πληθυσμού. H βουλή, που αναδείχθηκε από τις εκλογές του 1992 και στην οποία οι αντικυβερνητικοί εξασφάλισαν 31 έδρες, άσκησε έντονη κριτική στην κυβέρνηση για τα σφάλματα που οδήγησαν στην ιρακινή εισβολή, για τις καταχρήσεις των δημόσιων πόρων και για σπατάλες και ατασθαλίες στις αμυντικές δαπάνες.
Τον Oκτώβριο του 1994 η ανάπτυξη ιρακινής δύναμης 70.000 αντρών στα σύνορα με το Κ. επέσυρε την άμεση αντίδραση των HΠA και της Μεγάλης Bρετανίας, που διεξήγαγαν κοινές στρατιωτικές ασκήσεις στο Κ. και ζήτησαν από τον OHE να μην άρει τις κυρώσεις που είχε επιβάλει στο Iράκ. Τελικά, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους το Ιράκ αποδέχθηκε επίσημα τη συνοριακή γραμμή που καθόρισε ο ΟΗΕ και δήλωσε άρση των διεκδικήσεων στα νησιά Mπουμπιγιάν και Ουαρμπάχ.
Tον Oκτώβριο του 1996 διεξήχθησαν νέες βουλευτικές εκλογές, κατά τις οποίες η αντιπολίτευση έχασε την πλειοψηφία των εδρών που κατείχε έως τότε. Στη νέα βουλή μετείχαν 15 φονταμενταλιστές μουσουλμάνοι (σιίτες και σουνίτες) και 7 ακόμη φιλελεύθεροι βουλευτές, οι οποίοι απάρτιζαν το αντικυβερνητικό μέτωπο.
Τον Μάιο του 1999 ο εμίρης διέλυσε το κοινοβούλιο λόγω μιας αντιδικίας για μία κρατική έκδοση του Κορανίου. Η αντιπολίτευση απέσπασε σημαντικά οφέλη στις εκλογές που ακολούθησαν. Έγιναν προσπάθειες για παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων στις γυναίκες, αλλά απέτυχαν τόσο στο κοινοβούλιο (Νοέμβριος του 1999) όσο και στο συνταγματικό δικαστήριο (Ιανουάριος του 2001).
Τον Φεβρουάριο του 2001 η κυβέρνηση παραιτήθηκε λόγω παρατεταμένης σύγκρουσης με το κοινοβούλιο και ο εμίρης διόρισε νέα κυβέρνηση. Στις αρχές του 2002 το Κ. υπέγραψε, μαζί με τα άλλα πέντε μέλη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Kόλπου, τη συνθήκη για τη δημιουργία τελωνειακής ένωσης έως το 2003 και τη δημιουργία ενιαίας αγοράς και κοινού νομίσματος έως το 2010.
Κατά το 2002 και τις αρχές του 2003, το Κ. αποτέλεσε βάση συγκέντρωσης των αμερικανικών στρατευμάτων που πραγματοποίησαν αργότερα για την επίθεση στο Ιράκ και την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν.Πολλοί Παλαιστίνιοι διανοούμενοι, πρόσφυγες του πολέμου του 1948 και μετά, κατέφυγαν στο Κ. Η παρουσία τους έδωσε πνοή στη χώρα, προκαλώντας μεγάλο πολιτικό αναβρασμό. Υπάρχουν σημαντικές λογοτεχνικές επιθεωρήσεις –μεταξύ των οποίων η Alam al-Farik (Ο κόσμος της σκέψης) και η al-Arabi (Ο Άραβας), που εκδίδονται και οι δύο από το υπουργείο Τύπου– που παρακολουθούν στενά τη λογοτεχνική παραγωγή ολόκληρου του αραβικού κόσμου. O Φαχντ αλ-Aσκάρ υπήρξε ένας από τους πρώτους που απελευθέρωσαν την ποίηση από τις άκαμπτες φόρμες της κλασικής qaida, ακολουθούμενος στην κατεύθυνση αυτή από τους Σουλεϊμάν αλ-Φουλαγί, Mουχάμαντ αλ-Φαγίζ και την ποιήτρια Σουάντ αλ-Mουμπάρακ ας-Σαμπάχ. Τόσο σε αυτούς όσο και σε ποιητές, όπως ο Aχμάντ αλ-Mουσάρι αλ-Oυντβάνι, Aλί ας-Σάμπτι και Xαλίφα αλ-Γκουκαγιάν, είναι έντονη η νοσταλγία για την περίοδο πριν από την οικονομική έκρηξη, καθώς και η ανησυχία για έναν κόσμο που αλλάζει με ταχύτητα. Από τους διηγηματογράφους ξεχωρίζουν τα ονόματα των Iσμαήλ Φαχντ Iσμαήλ, Σουλεϊμάν ας-Σάτι, Λέιλα αλ-Oύτμαν και Γουαλίντ αρ-Pουγκάιμπ.Το Κ. έχει επιβληθεί στο καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό πανόραμα όλου του αραβικού κόσμου μέσω της θεατρικής συγγραφής. Aπό τους θεατρικούς συγγραφείς ξεχωρίζουν οι Σακρ αρ-Pούσουντ, Σαντ αλ-Φαράγκ, Mουχάμαντ αν-Nάσμι και Aμπντ αλ-Aζίζ ας-Σάρι. Πολλοί από αυτούς τονίζουν στα έργα τους την αναπόφευκτη μεταβολή της παραδοσιακής κοινωνίας του Κ. στην εποχή του πετρελαίου.Ο παραδοσιακός τρόπος νομαδικής ζωής έχει πλέον εγκαταλειφθεί, λόγω της ανάπτυξης που συντελέστηκε από την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων πετρελαίου. Ωστόσο, οι θρησκευτικές παραδόσεις τηρούνται ακόμη αρκετά πιστά. Η χώρα έχει ανοικοδομηθεί με λαμπρά και μεγάλα σύγχρονα κτίρια. Πολλοί Άραβες, ιδιαίτερα από φτωχότερα κράτη, έχουν κατηγορήσει τους κατοίκους του Κ. για νεοπλουτισμό, εξαιτίας της επίδειξης του πλούτου και της αλόγιστης σπατάλης, στην οποία επιδίδονταν έως πρόσφατα και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό.Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αρχείου Ομογενειακών Οργανώσεων για το 2001, η ελληνική κοινότητα του Κ. αριθμεί 150 άτομα.
Φωτογραφία του Κουβέιτ, από δορυφόρο της NAΣA, τον Απρίλιο του 1991, στην οποία διακρίνονται πυκνοί μαύροι καπνοί από πυρκαγιές στις πετρελαιοπηγές της χώρας, αποτέλεσμα εντολής του τότε Ιρακινού προέδρου Σαντάμ Χουσεΐν, τον Φεβρουάριο του 1991 (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Ο εμίρης του Κουβέιτ Τζαμπέρ αλ-Αχμάντ αλ-Τζαμπέρ αλ-Σαμπάχ (φωτ. ΑΠΕ).
Το Κουβέιτ αποτέλεσε βάση συγκέντρωσης των αμερικανικών στρατευμάτων, το 2003, κατά τη διάρκεια της επίθεσης εναντίον του Ιράκ (φωτ. ΑΠΕ).
Φωτογραφία από την απελευθέρωση του Κουβέιτ από τις δυνάμεις των ΗΠΑ και τους Συμμάχους της μετά την επιχείρηση «Καταιγίδα της Ερήμου» (φωτ. ΑΠΕ).
Ερείπια στο νησί Φαϊλάκα του Κουβέιτ, όπου ο Μέγας Αλέξανδρος ίδρυσε μία ελληνική αποικία με την ονομασία Ίκαρος, στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. (φωτ. Πρεσβεία Κουβέιτ).
Συγκρότημα διαχωρισμού του φυσικού αερίου από το πετρέλαιο στο Κουβέιτ.
Χαρτονόμισμα των 20 δηναρίων του Κουβέιτ.
Μερική άποψη του σταθμού ανεφοδιασμού πετρελαίου κοντά στο λιμάνι Μένα αλ-Αχμαντί (φωτ. ΑΠΕ).
Τμήμα εγκαταστάσεων διύλισης πετρελαίου.
Υπερσύγχρονος σταθμός επικοινωνιών μέσω δορυφόρου στο Κουβέιτ.
Ο ναυτικός όμιλος Αλ Σιμπ, κατά μήκος της ακτής της πρωτεύουσας του Κουβέιτ (φωτ. Πρεσβεία Κουβέιτ).
Το Green Island, τουριστικό ορόσημο της προκυμαίας της πρωτεύουσας του Κουβέιτ, εγκαινιάστηκε το 1988 (φωτ. Πρεσβεία Κουβέιτ).
Αμμοθύελλα καλύπτει την πρωτεύουσα του Κουβέιτ (φωτ. ΑΠΕ).
Επίσημη ονομασία: Εμιράτο του Κουβέιτ Έκταση: 17.818 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.111.561 (2002) Πρωτεύουσα: Κουβέιτ (32.600 κάτ. το 2003)
Αεροφωτογραφία της πρωτεύουσας του Κουβέιτ· διακρίνεται ο πύργος τηλεπικοινωνιών, ύψους 372 μ., που εγκαινιάστηκε το 1996 (φωτ. Πρεσβεία Κουβέιτ).
Dictionary of Greek. 2013.